- έμπεδος
- -η, -ο1. ο στερεωμένος καλά στο έδαφος, ακλόνητος, ακράδαντος (κυριολ. και μτφ.).2. (για καταστάσεις, ιδιότητες), σταθερός, αμετάβλητος, συνεχής.3. το ουδ. ως ουσ., έμπεδο στατιωτική μονάδα που οργανώνεται σε καιρό πολέμου και αντικαθιστά στην έδρα της τη μόνιμη μονάδα που έφυγε σε εκστρατεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.